- ἀποκρουνίζω
- ἀποκρουνίζω,A spout, gush out, Plu.2.699d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκρουνίζω — ἀποκρουνίζω (Α) (για νερό) τινάζομαι έξω με ορμή … Dictionary of Greek
ἀποκρουνίζον — ἀποκρουνίζω spout pres part act masc voc sg ἀποκρουνίζω spout pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)